- διοπτευτήριον
- διοπτ-ευτήριον, τό, dub. sens. in Petos.Fr.24 R.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διοπτευτηρίων — διοπτευτήριον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)